- τσουράπι
- τσουράπι, το και τσοράπι, το(λ. τουρκ.)1. κοντή μάλλινη κάλτσα των χωρικών χειρόπλεχτη.2. κάθε αντρική κάλτσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσουράπι — και τσοράπι, το, Ν 1. κοντή μάλλινη χειροποίητη κάλτσα τών χωρικών 2. (κατ* επέκτ.) κάθε είδος ανδρικής κάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corap] … Dictionary of Greek
τσουράπα — η, Ν τσουράπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουράπι, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σκαλτσούνι — το, Ν 1. είδος χοντρής μάλλινης κάλτσας που φοριέται κυρίως από άντρες αντί για παντόφλα μέσα στο σπίτι, τσουράπι 2. είδος νηστήσιμου αμυγδαλω τού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσούνι,… … Dictionary of Greek
τσοράπι — το, Ν βλ. τσουράπι … Dictionary of Greek
τσουράπω — η, Ν μτφ. κακοφτειαγμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουράπι + κατάλ. ω (πρβλ. πονήρ ω)] … Dictionary of Greek
τσουραπάς — ο, Ν αυτός που φορεί τσουράπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουράπι + κατάλ. άς (πρβλ. σαμαρ άς, φουστανελ άς)] … Dictionary of Greek
τσουραποβελόνα — η, Ν βελόνα για το πλέξιμο τσουραπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουράπι + βελόνα] … Dictionary of Greek
ciorap — CIORÁP, ciorapi, s.m. 1. Obiect de îmbrăcăminte care acoperă piciorul, confecţionat din fire de bumbac, de lână, de mătase sau din fire sintetice. ♢ Compus: ciorap chilot sau ciorap pantalon ciorap lung, continuat cu chilot; dres3 (1); ♢ expr. A… … Dicționar Român
περικνημίδα — η περίβλημα της κνήμης, κάλτσα, τσουράπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)